Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения
– Και τι ρόλο σου δώσανε, γιε μου; ρωτάει η μαμά…
– Παίζω έναν τύπο ο οποίος είναι είκοσι χρόνια παντρεμένος.
– Μπράβο, γιε μου, σχολιάζει ο πατέρας. Να δεις που αν είσαι καλός ηθοποιός σε λίγο καιρό θα σου δώσουν και ομιλούντα ρόλο.
* * *Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του (Тотос читает: «делает» громко молитву; δυνατά – сильно, крепко; громко):
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου (Боженька мой, сделай так, чтобы дедушка мне подарил: «принес» велосипед на день рожденья; φέρνω).
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει (и отец, услышав: «который его слышит», спрашивает его):
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός (зачем ты кричишь, дитя мое, Бог не глухой).
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι (так, но дедушка, который на первом: «нижнем» этаже, глухой: «является»; ο όροφος).
Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του:
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει:
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός.
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι.
* * *Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του (Тотос спрашивает свою мать):
– Τι ωραίο φόρεμα (какое красивое платье)! Ο μπαμπάς σου το χάρισε (папа тебе подарил; χαρίζω);
– Όχι βέβαια (конечно, нет)! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα (если б я ждала от этого скряги и никчемного, и тебя бы не имела; περιμένω; ο τσιγκούνης)!
Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του:
– Τι ωραίο φόρεμα! Ο μπαμπάς σου το χάρισε;
– Όχι βέβαια! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα!
* * *Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό (один фокусник работал на круизном корабле, который плавал: «путешествовал» в Тихом океане; δουλεύω; ταξιδεύω; ο Ειρηνικός Ωκεανός). Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα (его публика менялась каждую неделю; αλλάζω) κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα (и таким образом маг делал = показывал всегда одни и те же трюки; κάνω). Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα (единственной проблемой было то, что шоу смотрел: «следил» и попугай капитана каждую неделю; παρακολουθώ – следить, наблюдать; посещать) και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος (и в конце концов он узнал, как делал все свои трюки маг; μαθαίνω – учить; узнавать).
Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο (начинал, таким образом, кричать посреди шоу после каждого трюка; αρχίζω): «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο (смотрите, это другая шляпа; κοιτάζω)» ή (или) «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι (он спрятал цветы под столом; κρύβω)» ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι (почему все карты – трефовые тузы; ο άσος – ас, знаток; туз; το μπαστούνι – палка, трость; треф);» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού (портя трюки фокусника; καταστρέφω – разрушать; портить)…
Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί (тот, естественно, был рассержен; εξοργίζομαι), αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο (но не мог ничего сделать, поскольку попугай принадлежал капитану; μπορώ; ανήκω)…
Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό (однажды ночью при плохой погоде; ο καιρός – время; погода), το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού (корабль тонет посреди Тихого океана), πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό (потопив почти всех находившихся на его борту; πνίγω – душить; топить; επιβαίνω – находиться на борту). Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο (фокусник оказался плывущим на доске: «куске дерева»; βρίσκομαι), μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου (вместе с попугаем капитана)!
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με μίσος στο βλέμμα και δεν ψέλλιζαν λέξη (смотрели друг на друга с ненавистью во взгляде и не произносили ни слова; κοιτάζω; το μίσος; ψελλίζω). Αυτό συνεχίστηκε μία, δύο, τρεις μέρες, ώσπου στο τέλος ο παπαγάλος δεν άντεξε και φώναξε (это продолжалось один, два, три дня, пока, наконец, попугай не выдержал и закричал; συνεχίζομαι; η μέρα; αντέχω):
– Εντάξει, παραδίνομαι (ладно, сдаюсь)! Πού στο καλό είναι το ηλίθιο πλοίο (куда подевался этот дурацкий корабль; στο καλό – /при прощании/ счастливого пути, в добрый час; ηλίθιος – слабоумный, тупой);
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό. Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος.
Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο: «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο» ή «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι» ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι;» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού…
Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο…
Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό, το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού, πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό. Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου!
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με μίσος στο βλέμμα και δεν ψέλλιζαν λέξη. Αυτό συνεχίστηκε μία, δύο, τρεις μέρες, ώσπου στο τέλος ο παπαγάλος δεν άντεξε και φώναξε:
– Εντάξει, παραδίνομαι! Πού στο καλό είναι το ηλίθιο πλοίο;
* * *Ο μεγάλος αδελφός περιεργάζεται το αδερφάκι του που είναι μόνο μίας μέρας (старший брат рассматривает своего братика, которому только один день) και ήδη χαλάει τον κόσμο με τα ξεφωνητά του (и тот уже разрушает мир своими воплями; χαλάω – портить; расстраивать, нарушать; το ξεφωνητό):
– Δηλαδή αυτό το μωρό μας το έστειλε ο Θεός, μαμά (значит, этого младенца нам послал Бог, мама; στέλνω);
– Ναι, χρυσό μου (да, мое золотце).
– Δηλαδή ήρθε από τον ουρανό (значит, он пришел с неба; έρχομαι; ο ουρανός);
– Ναι, χρυσό μου.
– Τώρα καταλαβαίνω γιατί τον πέταξαν έξω (теперь понятно, почему его выбросили вон; πετάω)!
Ο μεγάλος αδελφός περιεργάζεται το αδερφάκι του που είναι μόνο μίας μέρας και ήδη χαλάει τον κόσμο με τα ξεφωνητά του:
– Δηλαδή αυτό το μωρό μας το έστειλε ο Θεός, μαμά;
– Ναι, χρυσό μου.
– Δηλαδή ήρθε από τον ουρανό;
– Ναι, χρυσό μου.
– Τώρα καταλαβαίνω γιατί τον πέταξαν έξω!
* * *Στην παραλία (на пляже):
– Κυριέ μου, ο γιος σας πέταξε μια πέτρα στον γιο μου (гражданин: «господин», ваш сын бросил камень в моего сына; πετάω).
– Τον πέτυχε (попал; πετυχαίνω);
– Όχι.
– Τότε δεν ήταν ο γιος μου (тогда это не был мой сын; είμαι)!
Στην παραλία:
– Κυριέ μου, ο γιος σας πέταξε μια πέτρα στον γιο μου.
– Τον πέτυχε;
– Όχι.
– Τότε δεν ήταν ο γιος μου!
* * *Ο Τοτός λέει στη δασκάλα του (Тотос говорит своей учительнице):
– Δεν θέλω να σας φοβερίσω (не хочу вас напугать; φοβερίζω – пугать /от сущ. o φόβος – страх/), αλλά ο μπαμπάς μου είπε (но папа мне сказал; λέω), πως αν στη συνέχεια της χρονιάς δεν φέρω καλύτερους βαθμούς (что если в течение года я не буду приносить оценки получше; φέρνω; ο βαθμός – градус; отметка, балл, оценка), κάποιος θα φάει ξύλο (кому-то влетит: «кто-то поест дерева»; τρώω)…
Ο Τοτός λέει στη δασκάλα του:
– Δεν θέλω να σας φοβερίσω, αλλά ο μπαμπάς μου είπε, πως αν στη συνέχεια της χρονιάς δεν φέρω καλύτερους βαθμούς, κάποιος θα φάει ξύλο…
* * *Ο δάσκαλος ρωτάει το Τοτό (учитель спрашивает Тотоса):
– Αν στη μια σου τσέπη έχεις 10 ευρώ και στη άλλη 20 ευρώ, τί έχεις Τοτό (если в одном кармане у тебя 10 евро, а в другом 20 евро, что ты имеешь, Тотос; η τσέπη)?
– Φαίνεται πως έχω το παντελόνι κάποιου άλλου κύριε (похоже, на мне чужие штаны: «что имею штаны кого-то другого», господин /учитель/; φαίνομαι – показываться, появляться; казаться)…