Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения
– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε (картошку, ей отвечает опять Ной).
Την τρίτη μέρα (на третий день)…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες!
Την τέταρτη μέρα (на четвертый день)…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε (сегодня, отвечает рассерженно: «раздраженный» Ной), θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα (будем есть зеленую зверюшку с большим ртом; το ζώο – животное; -άκι – уменьш. суффикс)!
Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του (а лягушка, сморщив как только могла свой рот; σουφρώνω):
– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι (а-а-а, бедного крокодильчика; ο κροκόδειλος)!
Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων.
Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις.
Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε:
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε.
Την επόμενη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε.
Την τρίτη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Πατάτες!
Την τέταρτη μέρα…
– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα;
– Σήμερα, απαντάει εκνευρισμένος ο Νώε, θα φάμε ένα πράσινο ζωάκι με μεγάλο στόμα!
Και το βατραχάκι, σουφρώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το στόμα του:
– Αααααα! Το καημένο το κροκοδειλάκι!
* * *Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο (понтиец идет в киоск). Ρωτάει τον περιπτερά (спрашивает продавца киоска; ο περιπτεράς):
– «Αγγλικά ξέρεις (английский знаешь);»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς (нет, отвечает продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει (ладно, говорит понтиец и уходит). Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει (идет в другой и снова спрашивает; ρωτάω; ξανα– – /прист./ снова, опять):
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς (нет, говорит и тот продавец). «Καλά,» λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά (наконец, после того, как он обошел много киосков; γυρίζω – кружиться, вращаться; прогуливаться), πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο (идет в последний киоск; πηγαίνω). Το ίδιο πάλι (то же самое снова).
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι,» λέει ο περιπτεράς (да, отвечает продавец)! Και λέει ο Πόντιος (тогда понтиец говорит).
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro (э, подай: «принеси» мне тогда Marlboro; φέρνω)!»
Ο Πόντιος πάει σε ένα περίπτερο. Ρωτάει τον περιπτερά:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» απαντάει ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Πάει σε ένα άλλο και ξαναρωτάει:
– «Αγγλικά ξέρεις;»
– «Όχι,» λέει και αυτός ο περιπτεράς. Καλά λέει ο Πόντιος και φεύγει. Τελοσπάντων, αφού είχε γυρίσει πολλά περιπτερά, πάει και σε ένα τελευταίο περίπτερο. Το ίδιο πάλι.
– «Αγγλικά ξέρεις;» ρωτάει ο Πόντιος τον περιπτερά.
– «Ναι λέει ο περιπτεράς!» Και λέει ο Πόντιος.
– «Ε φέρε μου τότε ένα Marlboro!»
* * *Η δασκάλα στο μαθητή (учительница – ученику; ο μαθητής):
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου (почему ты не стараешься исправить свой почерк: «свои буквы»?; φτιάχνω – делать, изготовлять; поправлять, приводить в порядок; το γράμμα);
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός (потому что, когда вырасту, хочу стать врачом; άμα – как только; когда; μεγαλώνω – выращивать, воспитывать; расти, вырастать; μεγάλος – большой; взрослый; γίνομαι)!
Η δασκάλα στο μαθητή:
– Γιατί δεν προσπαθείς να φτιάξεις λίγο τα γράμματά σου;
– Γιατί άμα μεγαλώσω θέλω να γίνω γιατρός!
* * *Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες (назови нам: «знаешь, чтобы нам сказать» два местоимения?; ξέρω; λέω – сказать)
Ποιος; εγώ (кто? я?);
Μπράβο παιδί μου (молодец: «браво, ребенок мой»).
Ξέρεις να μας πεις δύο αντωνυμίες;
Ποιος; εγώ;
Μπράβο παιδί μου.
* * *Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη (учитель спрашивает в классе; ρωτάω):
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου (если у меня будет: «если имею» 20 яблок в руках), και πάρω άλλα 30 τι θα έχω (и возьму еще 30, что будет у меня; παίρνω);
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε (очень большие руки; ο κύριος – господин)!
Ο δάσκαλος ρωτά στην τάξη:
– Αν έχω 20 μήλα στα χέρια μου, και πάρω άλλα 30 τι θα έχω;
– Πολύ μεγάλα χέρια, κύριε!
* * *Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο (спрашивает ребенок учителя):
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε (раз земля вращается, как вы говорите), γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα (почему не падают верх ногами люди, когда земля повернута верх ногами; το πόδι – нога; ανάποδα – верх ногами);
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας (не падают, потому что их держит закон притяжения; πέφτω; κρατάω).
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν (а до того, как был принят этот закон, как они держались; ψηφίζω – голосовать; ψηφίζομαι – быть одобренным /о законопроекте/; κρατιέμαι);
Ρωτάει ο μικρός τον δάσκαλο:
– Κύριε, αφού η γη περιστρέφεται, όπως λέτε, γιατί δεν πέφτουνε ανάποδα οι άνθρωποι, όταν η γη είναι γυρισμένη ανάποδα;
– Δεν πέφτουνε, γιατί τους κρατά ο νόμος της βαρύτητας.
– Και πριν ψηφιστεί ο νόμος αυτός, πώς κρατιόντουσαν;
* * *Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη (однажды в классе говорит учительница Тасулису):
– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι (я читаю, ты читаешь, что это за время?);
– Χαμένος (потерянное; χάνω – терять)!
Μια μέρα στην τάξη, λέει η δασκάλα στον Τασούλη:
– Εγώ διαβάζω, εσύ διαβάζεις, τι χρόνος είναι;
– Χαμένος!
* * *Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του (разгневанный ребенок говорит своему другу; εξαγριώνομαι):
– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα (твой пес съел у меня все сосиски; το λουκάνικο; τρώω)!
– Καλά που μου το είπες (хорошо, что ты мне сказал; λέω), για να μη του δώσω τίποτε άλλο (чтоб я не давал ему ничего больше; δίνω) και βαρυστομαχιάσει (и у него не случилось бы несварения; βαρυστομαχιάζω; βαρύς – тяжелый; το στομάχι – желудок)!
Ο εξαγριωμένος μικρός λέει στο φίλο του
– Το σκυλί σου μου έφαγε όλα τα λουκάνικα!
– Καλά που μου το είπες, για να μη του δώσω τίποτε άλλο και βαρυστομαχιάσει!
* * *Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν (два маленьких ребенка болтают):
– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς (скажи мне, Костакис, когда вырастешь, ты на мне женишься; μεγαλώνω – расти, вырастать; становиться взрослым /от прил. μεγάλος – большой/; παντρεύομαι);
– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει (нет, не получится: «не может случиться»; γίνομαι – становиться, делаться; становиться возможным). Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους (знаешь, у нас все женятся на родственниках). Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου (папа мой женился на моей маме), ο παππούς μου τη γιαγιά μου (дедушка на бабушке), ο θείος τη θεία μου (дядя на тете)…
Δυο μικρά παιδάκια φλυαρούν:
– Πες μου Κωστάκη, άμα θα μεγαλώσεις, θα με παντρευτείς;
– Χμμ! Όχι!… Δεν μπορεί να γίνει. Ξέρεις σ' εμάς όλοι παντρεύονται συγγενείς τους. Να… Ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε τη μαμά μου, ο παππούς μου τη γιαγιά μου, ο θείος τη θεία μου…
* * *Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι (две бабушки обсуждают своих супругов за чашкой чая: «когда пьют чай»):
– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του (надеюсь, Фанасис прекратит грызть ногти; σταματάω; φάω), λέει η μία (говорит одна).
– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο (а, Йоргос делал то же самое, но я его отучила: «прекратила эту привычку»; κόβω – резать; прекращать, бросать).
– Τι; Σοβαρά; Πώς (что? серьезно? как?);
– Του έκρυψα τα δόντια του (спрятала его зубы; κρύβω).
Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι: